Εκκλησίες

Ο ναός βρίσκεται νότια του χωριού. Η οικοδόμηση του ναού άρχισε στις 20 Ιουλίου 1987 και τελείωσε στις 21 Ιουλίου 1989. Το μύρωμα του ναού έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 από τον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α. Η οικοδόμηση του ναού κόστισε 125 χιλιάδες λίρες και άλλες 100 χιλιάδες δαπανήθηκαν για την κατασκευή του εικονοστασίου και την επίπλωση του ναού. Ο ναός πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου.

Η παλιά εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοπαντάνασσας ήταν η κύρια εκκλησία της Αγροκηπιάς  μέχρι το 1990, όταν χτίστηκε και η φερώνυμη νέα εκκλησία της κοινότητας. Είναι χτισμένη στο βορειοανατολικό άκρο του πυρήνα της κοινότητας.Οι εικόνες της εκκλησίας μαρτυρούν πως ανεγέρθηκε περίπου το 1700 με 1750 μ.Χ.. Μυρώθηκε το 1976 από τον κ. Φίλιππο, ο οποίος στη συνέχεια έγινε μοναχός και πέθανε στο Άγιο Όρος. Υπάρχει όμως και η εκδοχή πως η εκκλησία εγκαινιάστηκε την εποχή που κτίστηκε.Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς πως το εσωτερικό της εκκλησίας κοσμείτο από ένα ξύλινο εικονοστάσι, το οποίο ήταν βαμμένο χρυσό.Η εκκλησία της Παναγίας έτυχε έργων επέκτασης στα 1918, στα οποία βοήθησαν εθελοντικά οι χωριανοί. Μετά τα έργα αυτά η εκκλησία έγινε γοτθικού ρυθμού. Αξίζει να σημειωθεί πως καθώς πραγματοποιούνταν εργασίες επέκτασης του ιερού, βρήκαν τον τάφο ενός παλιού ιερέα, του Παπαγιάννη. Τότε, αποφάσισαν να  οικοδομήσουν το ιερό σε άλλο σημείο με τον ίδιο όμως προσανατολισμό.Υπάρχει επιπρόσθετα μια παράδοση που αναφέρει πως ένας από τους χωριανούς που συμμετείχε σ’ αυτά τα έργα, καθώς έχτιζε τη στέγη φώναζε να του φέρουν νερό. Η φωνή του ήταν τόσο δυνατή που ακουγόταν στο γειτονικό χωριό, τη Μαλούντα. Η συνήθεια του αυτή, ήταν και η αφορμή να τον φωνάζουν  Πουμπουρόσαββα, σύμφωνα με τη Μαρία Λεωνίδου.Παλαιότερα, στην αυλή της εκκλησίας ήταν το κοιμητήριο της κοινότητας, το οποίο στις μέρες μας μεταφέρθηκε ακριβώς έξω από την αυλή.

Ξωκλήσι του χωριού που βρίσκεται 1.5 χιλιόμετρα  βόρεια του χωριού στην τοποθεσία Κάνταρος. Η οικοδόμηση του ξωκλησιού άρχισε στις 6 Ιανουαρίου 2013 και τέλειωσε στις 6 Σεμπεμβρίου 2014.

Το μύρωμα του ξωκλησιού έγινε στις 3 Οκτωβρίου 2015 από το Μητροπολίτη Ταμασσού και Ορεινής Ησαΐα.

Τα ερείπια  του ξωκλησιού του Αγίου Κουρνούτα βρίσκεται στο φερώνυμη περιοχή, στο ύψωμα «Καντάρος».  Τα μόνα κατάλοιπα από το εκκλησάκι του Αγίου Κουρνούτα είναι πέτρες σκορπισμένες σ’ όλο το ύψωμα. Αλλά ακόμη και σήμερα, όπως υπογραμμίζει ο κοινοτάρχης, «η σκόνη από τις πέτρες της περιοχής είναι θαυματουργή».

Πρέπει να αναφερθεί πως στα τοπογραφικά σχέδια της Αγροκηπιάς είναι σημειωμένο το εκκλησάκι του Αγίου καθώς επίσης στο χάρτη είναι σημειωμένη ως περιοχή Αγίου Κορνούτα μια έκταση περίπου δυο χιλιάδων στρεμμάτων

Πιο κάτω ακολουθούν αποσπάσματα από όσα έγραψε ο Σωτήρης Γρηγορίου, για τον Ιερομάρτυρα Άγιο Κουρνούτα:

Γεννήθηκε στην πόλη του Ικονίου στις Μικράς Ασίας στα μέσα του 7ου αιώνα στις Από νεαρή ηλικία προσηλυτισθεί στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη. Ήταν μοναχός και δεν φοβόταν να διδάξει την πίστη του. Μετά τον άγριο διωγμό και στις σφαγές από στις άπιστους, κατάφερε να φτάσει στην Κύπρο, που τότε την κατείχαν οι Άραβες.

Ο Κουρνούτας, μαζί με τον Ηλιόφωτο, Παμμέγιστο, Παμφοδίτη και Πανφούτιο, προχώρησαν το κέντρο στις νήσου και έφτασαν στο Μοναστήρι της Αχεράς, που βρίσκεται μεταξύ Αγροκηπιάς και Μενοίκου. Τότε το Μοναστήρι αυτό ήταν γεμάτο μοναχούς, είχε εύφορα χωράφια και νερό και ήταν πλούσιο σε τρόφιμα και αγαθά.  Εκεί τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες, τους φιλοξένησαν και τους περιποιήθηκαν. Με τον καιρό όλοι τους εκτιμούσαν και σεβόντουσαν  τον Κουρνούτα που δεν έχανε ευκαιρία να «μοιράζεται» τη μόρφωση και τη σοφία του με όλους τους μοναχούς.

Έκανε μόνος του μακρινούς περιπάτους. Έλειπε από το Μοναστήρι για δυο και τρεις ημέρες, χωρίς φαγητό. Στις εξορμήσεις του ανακάλυψε ένα μέρος που του άρεσε πάρα πολύ. Ήταν ένα ύψωμα που μπορούσε να βλέπει στην ανατολή απέραντες εκτάσεις εύφορης γης, εις τας δυσμάς μια κατωφέρεια που κατέληγε στην κορυφή κάποιου βουνού. Στα βόρεια ήταν το Μοναστήρι της Αχεράς και νότια άλλη οροσειρά του χωριού Αγροκηπιά. Καθόταν εκεί με τις ώρες και προσευχόταν.

Μάζεψε πέτρες, κουβάλησε νερό από το ποτάμι για τη λάσπη και έκτισε ένα σπιτάκι δυο επί τρία μέτρα. Για οροφή κουβάλησε καλάμια και από πάνω έβαλε λάσπη. Εκεί ασκήτευσε πολλά χρόνια μόνος με μόνη διατροφή μερσινόκοκκα, κόνναρα και μόσφιλα. Από το Μοναστήρι τον επισκέπτονταν όταν ήθελαν κάποια συμβουλή… Από τον καιρό που έκτισε το σπιτάκι του μόνο μια φορά πήγε στο Μοναστήρι όταν του είπαν ότι ο καλόγηρος είχε μια πληγή στο πόδι από δάγκωμα φιδιού που δεν έκλεινε… Δεν μπορούσε να περπατήσει και για αυτό κατέβηκε ο Κουρνούτας στο Μοναστήρι. Πριν πάει, πήρε μια πέτρα που ήταν δίπλα από το σπιτάκι του, την κοπάνισε καλά καλά και την έκανε σαν αλεύρι, γέμισε ένα σακουλάκι και το πήρε μαζί του. Ζήτησε καθαρό νερό και βαμβάκι, ξέπλυνε καλά καλά την πληγή και ύστερα έβαλε «απ’ άκρου σ’ άκρον» (παντού) πάνω στην πληγή σκόνη από το σακουλάκι του. Έδωσε το σακουλάκι με τη σκόνη στον ηγούμενο, του είπε να κάμει το ίδιο για τρεις συνεχείς ημέρες και έφυγε για το ασκητήριό του. Την πρώτη νύχτα έφυγε ο πυρετός από τον πληγωμένο καλόγερο. Τη δεύτερη μέρα η πληγή άρχισε να κάνει κρούστα, την Τρίτη μέρα η κρούστα αποξηράθηκε, την τέταρτη μέρα η κρούστα χώρισε από το πόδι και με ελαφρό τράβηγμα έφυγε εντελώς, αφήνοντας ένα ασπρισμένο υγιές σημάδι. Ανηφόρισε τρέχοντας στον Κουρνούτα να τον ευχαριστήσει. [Στο εξής] στο Μοναστήρι όταν ήθελαν να αναφερθούν στον Κουρνούτα τον αποκαλούσαν: «ο Άγιος».

Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Από τα γύρω χωριά, Μένοικο, Ακάκι, Άγιος Ιωάννης, Μαλούντα, Κλήρου, Αγροκηπιά, Μιτσερό, όσοι είχαν πληγές στα αυτιά, στις αγκώνες, στα γόνατα, πήγαιναν με τα γαϊδούρια να βρουν τον Κουρνούτα να τους θεραπεύσει.

Στο σπιτάκι του σε μια γωνιά ήταν τοποθετημένες οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας που είχε ανέκαθεν μαζί του. Μπροστά από τις εικόνες άναβε νύχτα- μέρα ένα καντήλι με λάδι που τον προμήθευαν από το Μοναστήρι. Έκανε λειτουργία καθημερινά μόνος του, και τις Κυριακές με κόσμο που πήγαινε να τον επισκεφθεί. Κατέληξε να λέγεται στο τέλος, «Θα πάμε στο εκκλησάκι του Πάτερ Κουρνούτα».

Ο καλοκάγαθος, σεβάσμιος και γενειόφορος Κουρνούτας, ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του, την Ανατολία, και το χωριό του το Ικόνιο. Πάντα προσευχόταν για τους πιστούς της πατρίδας του και παρακαλούσε το Θεό να του δίνει κουράγιο. Αμυδρά, θυμόταν τους γονείς του, σαν σε ομίχλη, διότι όταν τους σκότωσαν ήταν μόνο έξι χρονών. Ένα βράδυ σαν έκανε την προσευχή του γονατιστός, πριν πάει για ύπνο, εμφανίστηκε μπροστά του Άγγελος Κυρίου και του είπε πως πάσει θυσία  πρέπει να επιστρέψει στο Ικόνιο. Εντολή του Κυρίου και Θεού ημών απεγνωσμένη κραυγή των εναπομεινάντων διωκόμενων μοναχών και ιερέων του Ικονίου.

Το ίδιο βράδυ, την ίδια ώρα ξεκίνησε. Πήρε το ραβδί του, ένα φλασκί νερό, πέρασε από το μοναστήρι, ξύπνησε τον φίλο του τον Παφνούτιο, του είπε τα καθέκαστα και έφυγε βιαστικός. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας έφτασε στο Ξερό. Ήταν δεμένα εκεί τέσσερα καΐκια. Στο δρόμο κυκλοφορούσαν Άραβες, Έλληνες και Τούρκοι. Ο Κουρνούτας μίλησε αραβικά σε κάποιον Άραβα και του είπε ότι ήθελε να ταξιδέψει στη Μικρά Ασία. Ο Άραβας του έδειξε ένα καΐκι  και του είπε ότι φεύγει σε μισή ώρα. Στο καΐκι βρέθηκε ξανά με τον ίδιο Άραβα ο οποίος του συστήθηκε ως έμπορος και του είπε ότι έρχεται στην Κύπρο και φορτώνει χαρούπια, χαλκό και πυρίτη. Ήταν πολύ πλούσιος.

Όταν ο Χαλίλ ρώτησε τον Κουρνούτα τι δουλειά κάνει, του είπε με δυνατή φωνή: «Κηρύττω το Λόγο του Αληθινού Τριαδικού Θεού, τον Χριστιανισμόν». Ο Χαλίλ και το εξαμελές πλήρωμα χαμογέλασαν. Ήταν και αυτοί διώκτες άπιστοι και γνώριζαν τι τραβούσαν οι χριστιανοί από τους διώκτες του… Ο άρχοντας Χαλίλ του είπε: «Έχουμε σαράντα οκτώ ώρες ταξίδι μπροστά. Σ’ αυτό το διάστημα θέλω να μάθω για την Πίστη, του Χριστιανισμού και του Θεού σου. Φωτίστηκε το πρόσωπο του Κουρνούτα. Με μειλίχια καθαρή φωνή άρχισε να μιλά για το Θεό, για την Παναγία, για τον Χριστό, τον Ιορδάνη Ποταμό, τους μαθητές του Χριστού, την Αγάπη που δίδαξε, τα θαύματα που έκανε, τη Σταύρωση, την Ανάσταση, την Ανάληψη. Όλοι κρεμιόντουσαν από τα χείλη του. Τόσο πολύ τους εντυπωσίασε. Τρεις ώρες πριν φτάσουν στη Μικρά Ασία τους βάφτισε όλους. ‘Εις το όνομα του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’». Όταν έφτασαν στη στεριά ο Χαλίλ διέταξε και ήρθε άμαξα και συνοδεία για να πάρουν τον Κουρνούτα στο Ικόνιο. Πριν φύγει του έδωσε δυο πουγκιά χρυσά νομίσματα, για να βοηθήσει τους πάσχοντες Χριστιανούς. Του είπε ότι στο Ικόνιο έχει ένα φίλο έμπορο Έλληνα τον Φωτεινάκη, και εκεί να πάει πρώτα για ασφάλεια στις ζωής του.

Ο Φωτεινάκης φάνηκε πολύ χρήσιμος. Ήταν χριστιανός. Έστειλε και έφεραν κρυφά στο αρχοντικό του, τον ηγούμενο του Μοναστηριού,  που ήταν παλιά καλόγερος ο Κουρνούτας, και τον Επίσκοπο. Έμαθε ότι οι Χριστιανοί κρύβονταν από φόβο απίστων. Η εκκλησία μισογκρεμισμένη δεν λειτουργούσε. Σε μια σεμνή τελετή στην εκκλησία του Μοναστηριού χειροτονήθηκε Αρχιερέας. Πρώτο του μέλημα ήταν να επιδιορθώσει την εκκλησία του Ικονίου. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια για μεγαλύτερο ναό, το ναό του Σωτήρος. Βοηθούσε τους χριστιανούς καθώς και όλους τους φτωχούς αν και ήταν άπιστοι. Πολλοί, όταν είδαν την αγάπη και την αλληλεγγύη μεταξύ των χριστιανών, αφού ενημερώθηκαν για τη θρησκεία πίστεψαν και βαπτίστηκαν. Μέσα σε δέκα χρόνια, εκτός από το ναό του Σωτήρος, διεκπεραιωθήκαν άλλες οκτώ εκκλησίες σε άλλες οκτώ πόλεις. Οι Χριστιανοί πλήθαιναν. Άνοιξε Ιερατική Σχολή. Η δόξα της Ορθοδοξίας έβαινε στα ύψη της, μέχρι που ανέλαβε ηγεμόνας της χώρας, ο Περίνιος. Ήταν άπιστος. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Ήταν θερμός λάτρης του ειδωλολατρικού θεού Βάαλ (Ήλιος).  Γέμισε τις πλατείες με αγάλματα και βωμούς, και εξαπέλυσε δριμύ διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Εν τω μεταξύ, ο Αρχιερέας Κουρνούτας συνέχιζε το έργο του. Πήγαινε από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη, κήρυττε το λόγο του Θεού και βάπτιζε συνέχεια.

Μια μέρα, στο χωριό Σούρσαλο, καθώς μιλούσε σε όχλο, μια ιλαρχία στρατού, καβαλάρηδες όρμησαν  μέσα στο πλήθος και άρχισαν να σφάζουν  κόσμο.  Ο Αρχιερέας έβγαλε φωνή μεγάλη: «Σταματήστε». Οι στρατιώτες σταμάτησαν, επικράτησε ησυχία, εκτός από μερικά βογκητά των πληγωμένων. Ο ίλαρχος πλησίασε το σεβάσμιο γέροντα. «Πάντες οι λαβόντες τη μάχαιρα, εν μάχαιρα λαβόντες» , του είπε ο Κουρνούτας και συνέχισε: «Αν είναι να σκοτώσετε κάποιο, εμένα να σκοτώσετε, αφήστε τον κόσμο ήσυχο». Ο αξιωματικός θαύμασε το θάρρος του και διέταξε να τον μεταφέρουν στον ηγεμόνα Περίνιο. Αυτός αφού ενημερώθηκε για τα γεγονότα είπε στον Κουρνούτα ότι τον προορίζει για αρχιερέα του θεού Βάαλ, και έβαλε να τον μαστιγώσουν.

Την άλλη μέρα, πήραν τον Κουρνούτα στην πλατεία μπροστά στο βωμό του θεού Βάαλ. Ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Ο ηγεμόνας Περίνιος ήταν δίπλα του. Του είπε δυνατά για να ακουστεί από όλους. «Σε ανακηρύσσω Αρχιερέα του θεού Βαάλ και σε καλώ να κάμεις θυσία προς τιμή του». Άστραψαν τα μάτια του γέροντα και φώναξε: «Λαέ του Ικονίου, πιστεύετε στα είδωλα. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Θεός μου και Σωτήρ μου. Πιστεύω εις ένα Θεό Πατέρα Παντικράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων, και εις ένα Κύριο Ιησούν Χριστό… δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Έξαλλος από θυμό, ο Περίνιος, άρπαξε ένα ξίφος από ένα φρουρό, και έκοψε το κεφάλι του Αγίου που έτσι ένδοξα έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου μπροστά στα μάτια Χριστιανών και απίστων σε μια πλατεία του Ικονίου στις 12 Σεπτεμβρίου 730 μ.Χ. (αρχές του 8ου αιώνα).

Η εκκλησία μας εορτάζει τον Ιερομάρτυρα Άγιο Κουρνούτα στις 12 Σεοτεμβρίου και τιμά τη μνήμη του.

Κατηφορίζοντας βόρεια προς το αγρόκτημα Αχεράς συναντάμε το ιδιωτικό ξωκλήσι του Αγίου Αντρέα.

Μικρή εκκλησία που βρίσκεται στον οικισμό που κτίστηκε από την ελληνική μεταλλευτική εταιρεία στους νότιους πρόποδες του Κριάτη. Είναι αφιερωμένη στην Αγία Βαρβάρα την προστάτιδα των μεταλλωρύχων.

Ο ναός πανηγυρίζει στις 4 Δεκεμβρίου.